- βεζίρης
- ο(λ. τουρκ.), πληθ. -ηδες, υπουργός στα μουσουλμανικά κράτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βεζίρης — Τουρκική λέξη αραβικής προέλευσης. Στην αρχή σήμαινε αχθοφόρος (χαμάλης). Μετά όμως επικράτησε να χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που σηκώνει το βάρος των υποθέσεων του κράτους. Οι δύο ή τρεις στενότεροι συνεργάτες του σουλτάνου… … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek
Κιοπρουλού ή Κιοπρουλή — Επώνυμο οικογένειας αλβανικής καταγωγής, μέλη της οποίας κατέλαβαν το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη στην Οθωμανική αυτοκρατορία. 1. Αχμέτ πασάς (Κιοπρού Μικράς Ασίας 1635 – Τσορλού Θράκης 1676). Μέγας βεζίρης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1659 72).… … Dictionary of Greek
Σουλεϊμάν πασάς — Όνομα διάφορων Τούρκων αξιωματούχων. 1. Στρατηγός (1840 1883). Πολέμησε στις επιχειρήσεις της Κρήτης. Το 1876 πήρε μέρος στην επανάσταση για την εκθρόνιση του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Στο ενεργητικό του καταγράφονται η καταστολή της εξέγερσης των… … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Χεκίμογλου — (Κωνσταντινούπολη1689 – Κιουτάχια 1759)Γιος του αρχίατρου του σουλτάνουβενετικής καταγωγής. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και διακρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον της Περσίας (1727). Για τις υπηρεσίες του διορίστηκε μεγάλος βεζίρης (1732), κατά τη… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Μαχντούμπ — (15ος αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης επί Βαγιαζίτ Β’ (1447 1512). Διορίστηκε αρχηγός του τουρκικού στρατού σε διάφορες εκστρατείες, με σπουδαιότερες εκείνες της Τρανσυλβανίας, της Κιλικίας και της Πελοποννήσου. Κατόρθωσε να νικήσει και στις τρεις… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Τσελεμπί — (αρχές 17ου αι.). Μεγάλος βεζίρης, την εποχή του Οσμάν B’. Ήταν γιος του αντιβασιλιά της Τύνιδας Αχμέτ πασά. Είχε κατά καιρούς διάφορα αξιώματα, έγινε έπειτα καπετάν πασάς (αρχιναύαρχος) και τέλος μεγάλος βεζίρης (1620). Έδειξε μεγάλη σκληρότητα … Dictionary of Greek
Αχμέτ — I Όνομα διαφόρων ηγεμόνων κρατών της ανατολικής Ασίας, τα οποία κατοικήθηκαν στη διάρκεια των 13ου και 14ου αι. από μογγολικές φυλές. Α. λεγόταν επίσης και ένας σάχης του Ιράν (Ταυρίδα 1898 – Παρίσι 1930). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του… … Dictionary of Greek
Αχμέτ Μουχτάρ πασάς — (μέσα 19ου αρχές 20ού αι.) Μέγας βεζίρης (πρωθυπουργός) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού. Έλαβε μέρος στις μάχες κατά των Ρώσων στον πόλεμο του 1877 78. Διορίστηκε μέγας βεζίρης το 1912 ύστερα από απαίτηση του… … Dictionary of Greek